- διπλωπία
- η(ιατρ.), διαταραχή της όρασης κατά την οποία ο πάσχοντας βλέπει τα αντικείμενα διπλά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διπλωπία — η διαταραχή τής όρασης κατά την οποία τα αντικείμενα φαίνονται διπλά … Dictionary of Greek
δυάζω — (AM δυάζω) 1. διαιρώ στα δύο, διχοτομώ 2. εμφανίζω κάτι με δύο μορφές 3. μέσ. δυάζομαι διχάζομαι, αποδέχομαι δύο αντίθετες θεωρίες, επαμφοτερίζω μσν. 1. παρουσιάζω κάτι διπλό, σε ζεύγος 2. παθ. γίνομαι διπλός, ζευγαρώνομαι 3. είμαι διπλός αρχ. 1 … Dictionary of Greek